ρεσπέρης
(ουσ.)
ρεσπέρης
[reˈsperis]
Τσελτ.
ιρεσ̑πέρ’
[ireˈʃper]
Φάρασ.
γιρεσπέρ'
[ʝireˈsper]
Δίλ.
γιρεσ̑πέρης
[ʝireˈʃperis]
Μισθ.
ιρεσπέρους
[ireˈsperus]
Τροχ.
γιρασπάρους
[ʝiraˈsparus]
Μισθ.
γερασπάρους
[ʝeraˈsparus]
Μισθ.
Θηλ.
ιρεσ̑πέρ’τσ̑α
[ireˈʃpertʃa]
Φάρασ.
Πληθ.
ρεσ̑πέρ’
[reˈʃper]
Από το τουρκ. ουσ. rençper = αγρότης, όπου και διαλεκτ. τύπ. ileşber (THADS, λ. ileşber).
Αγρότης
ό.π.τ.
:
Ζορλού γιρεσ̑πέρης
(Καλός αγρότης)
Μισθ.
-ΙΛΝΕ 887
|| Φρ.
Α λαλήσ’ βοριάς, να χαιραστούν ρεσ̑πέρ’
(Αν φυσήξει ο βοριάς, χαρούν οι γεωργοί˙ Ο βοριάς ευνοεί τις καλλιέργειες )
Μισθ.
-Κωστ.Μ.