ρεσπέρης
(ουσ.)
ρεσπέρης
[reˈsperis]
Τσελτ.
ιρεσ̑πέρ’
[ireˈʃper]
Φάρασ.
ιρεσπέρ’
[ireˈsper]
Αξ.
γιρεσπέρ'
[ʝireˈsper]
Δίλ.
γιρεσ̑πέρης
[ʝireˈʃperis]
Μισθ.
ιρεσ̑πέρος
[ireˈʃperos]
Αξ.
ιρεσπέρους
[ireˈsperus]
Τροχ.
ερεσπέρος
[ereˈsperos]
Αξ.
γιρασπάρους
[ʝiraˈsparus]
Μισθ.
γερασπάρους
[ʝeraˈsparus]
Μισθ.
Θηλ.
ιρεσ̑πέρτσ̑α
[ireˈʃpertʃa]
Φάρασ.
Πληθ.
ρεσ̑πέρ’
[reˈʃper]
Από το τουρκ. ουσ. rençper = αγρότης, όπου και διαλεκτ. τύπ. ileşper.
Αγρότης, γεωργός
ό.π.τ.
:
Ζορλού γιρεσ̑πέρης
(Καλός γεωργός)
Μισθ.
-ΙΛΝΕ 887
’γιώ να μποίκουμ’ τίτο: τα κόμματα μας, τα βάλια μας, τα πράματα όλα, να ’ίνουμ’ τίτα, ιρεσπέρ’
(Εδώ να κάνουμε τέτοιο: τα χωράφια μας, τα βουβάλια μας, τα πράγματα όλα, να γίνουμε τέτοιοι, αγρότες)
Αξ.
-ΙΛΝΕ 1555
Μποίκα τρία-τέσσερα χρόνια ιρεσ̑πέρος και σάλτ'σα νάκρα τ’
(Έκανα τρία-τέσσερα χρόνια αγρότης και (μετά) τα παράτησα)
Αξ.
-ΙΛΝΕ 1555
|| Φρ.
Α λαλήσ’ βοριάς, να χαιραστούν ρεσ̑πέρ’
(Αν φυσήξει ο βοριάς, θα χαρούν οι γεωργοί˙ Ο βοριάς ευνοεί τις καλλιέργειες )
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Συνών.
ζευγαράς, τσιφτσής :1, χωραφάτης
Τροποποιήθηκε: 29/06/2025