ραχμετλούς
(επίθ.)
ραχμετλούς
[raxmetˈlus]
Σίλ.
Από το τουρκ. επίθ. rahmetli = μακαρίτης, όπου και παλ. τύπ. rahmetlü.
Τροποποιήθηκε: 05/06/2025