ραχμετλούς
(επίθ.)
ραχμετλούς
[raxmetˈlus]
Σίλ.
Από το τουρκ. επίθ. rahmetli = μακαρίτης, όπου και παλ. τύπ. rahmetlü.
Μακαρίτης
:
Ραχμετλούς άντραζ μου
(Ο μακαρίτης ο άντρας μου)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6