ράφτω
(ρ.)
ράφτω
[ˈrafto]
Αραβαν., Γούρδ., Μαλακ., Ουλαγ., Σίλατ., Τελμ., Τροχ., Φλογ.
ράφτου
[ˈraftu]
Μισθ., Σίλ.
ράβω
[ˈravo]
Αξ., Σινασσ., Φερτάκ.
ράβου
[ˈravu]
Μισθ.
Παρατατ.
ράφτσ̑ινισ̑κα
[ˈraftʃiniʃka]
Τελμ.
ράφτισ̑κα
[ˈraftiʃka]
Ποτάμ.
Αόρ.
έραψα
['erapsa]
Γούρδ., κ.α., Φάρασ.
Μτχ.
ραμμένο
[raˈmeno]
Γούρδ.
Μτχ.
ραφτημένο
[raftiˈmeno]
Ουλαγ.
Από το αρχ. ρ. ῥάπτω με τροπή [v] > [f]. Ο τύπ. ράφτω μεσν.
Ράβω
ό.π.τ.
:
Ξέρει να ράψει χοσ̑ά
(ξέρει να ράβει καλά)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Και μι το ράφτσ̑ινισ̑κεν ντα, τραγώδεινεν και λέισ̑κεν
(και καθώς τα έρραβε, τραγουδούσε και έλεγε)
Τελμ.
-Dawk.
Τον πλένκαμε με κρασί, φορένκαμε τα ρούχα του και τυλίσκαμε με το κεφίνι και ραφτήκαμ' τα τσατά-τσατά
(τον πλέναμε με κρασί, φορούσαμε τα ρούχα του και τυλίγαμε με το σάβανο και τα ράβαμε σφιχτά-σφιχτά )
Φάρασ.
-ΕΚΠΑ 2142
Ράφτου τα τσ̑αρούια
(Ράβω τα τσαρούχια)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Μάνα μ' ράφτσ̑ει και βαβά μ' γράφ'
(H μάνα μου ράβει και ο μπαμπάς μου γράφει)
Γούρδ.
-Καράμπ.
|| Φρ.
Μο τα δυό βολόνια ράφτει
(Ράβει με δύο βελόνες˙ Είναι διπρόσωπος)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
|| Παροιμ.
Κοφτείνκες ραφείνκες
(έκοβες κι έρραβες˙ για εκείνους που έκαναν ή λένε ότι έκαναν πολλά και διάφορα)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.