ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ράφτω (ρ.) ράφτω [ˈrafto] Αραβαν., Γούρδ., Μαλακ., Ουλαγ., Σίλατ., Τελμ., Τροχ., Φλογ. ράφτου [ˈraftu] Μισθ., Σίλ. ράβω [ˈravo] Αξ., Σινασσ., Φερτάκ. ράβου [ˈravu] Μισθ. Παρατατ. ράφτσ̑ινισ̑κα [ˈraftʃiniʃka] Τελμ. ράφτισ̑κα [ˈraftiʃka] Ποτάμ. Αόρ. έραψα ['erapsa] Γούρδ., κ.α., Φάρασ. Μτχ. ραμμένο [raˈmeno] Γούρδ. Μτχ. ραφτημένο [raftiˈmeno] Ουλαγ. Από το αρχ. ρ. ῥάπτω με τροπή [v] > [f]. Ο τύπ. ράφτω μεσν.
Ράβω ό.π.τ. : Ξέρει να ράψει χοσ̑ά (ξέρει να ράβει καλά) Σίλ. -Κωστ.Σ. Και μι το ράφτσ̑ινισ̑κεν ντα, τραγώδεινεν και λέισ̑κεν (και καθώς τα έρραβε, τραγουδούσε και έλεγε) Τελμ. -Dawk. Τον πλένκαμε με κρασί, φορένκαμε τα ρούχα του και τυλίσκαμε με το κεφίνι και ραφτήκαμ' τα τσατά-τσατά (τον πλέναμε με κρασί, φορούσαμε τα ρούχα του και τυλίγαμε με το σάβανο και τα ράβαμε σφιχτά-σφιχτά ) Φάρασ. -ΕΚΠΑ 2142 Ράφτου τα τσ̑αρούια (Ράβω τα τσαρούχια) Μισθ. -Κωστ.Μ. Μάνα μ' ράφτσ̑ει και βαβά μ' γράφ' (H μάνα μου ράβει και ο μπαμπάς μου γράφει) Γούρδ. -Καράμπ. || Φρ. Μο τα δυό βολόνια ράφτει (Ράβει με δύο βελόνες˙ Είναι διπρόσωπος) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 || Παροιμ. Κοφτείνκες ραφείνκες (έκοβες κι έρραβες˙ για εκείνους που έκαναν ή λένε ότι έκαναν πολλά και διάφορα) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ.