ρατσή
(ουσ. θηλ.)
ρατσ̑ή
[ra'tʃi]
Σίλ.
Πληθ.
ρατσ̑ές
[ra'tʃes]
Σίλ.
Από το τουρκ. ουσ. bacı = μεγάλη αδελφή, όπου και διαλεκτ. τύπ. baci, paci, aki, ece. Η λ. και Πόντ. με τον τύπ. πατσή.
Αδελφή του συζύγου
Σίλ.