ραμματιάζω
(ρ.)
ραμματιάζω
[ramaˈtçazo]
Σινασσ.
Από το θ. ραμματ- του ουσ. ράμμα και το παραγωγ. επίθμ. -ιάζω.
Ράβω
Τροποποιήθηκε: 14/06/2025