ραγπέτ
(ουσ. ουδ.)
ραγπέτ
[raɣˈpet]
Φλογ.
Από το τουρκ. ουσ. rağbet = α) επιθυμία, κλίση προς β) αίτηση, απαίτηση γ) ζήτηση δ) δημοφιλία, δημοτικότητα.
1. Εκτίμηση, δημοτικότητα
:
Ετό παν 'τον παίνισ̑κεν Σομπόλ ερούτον χωρίς παράδια και ναίκα τ' πολύ ραγπέτ δεν το σάνισ̑κεν
(Αυτός όποτε πήγαινε στην Πόλη επέστρεφε χωρίς χρήματα, και η γυναίκα του δεν τον είχε σε μεγάλη εκτίμηση)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Συνών.
εχτιμπάρ
2. Αίτηση, απαίτηση
:
Eτό το γιαβολκιά αν κι το τιουσ̑ούν'σα ήτονε, ετό το ραγπέτ πού να το εύρω ήτονε;
(Aν δεν είχα σκεφτεί αυτή την πονηριά, πώς θα είχα βρει αυτό που μου ζητήθηκε;)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361