ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ιριτσά (ουσ. ουδ.) ιριτσ̑ά [iriˈtʃa] Αραβ. Από το τουρκ. ουσ. rica = αίτημα, όπου και διαλεκτ. τύπ. irica. H λ. ήδη νεότ. με τον τύπ. αρσ. ριτζάς ή ριτσάς (Mackridge 2021: 65, 231, 248).
Αίτημα, αίτηση : Οι Χριστιανοί ποίκαν ιριτσά σο δεσπότ’ να τους δώκ’ ιζίν’ να μη νηστέψουνε (Οι Χριστιανοί έκαναν αίτηση στον δεσπότη να τους δώσει άδεια να μη νηστέψουνε) Αραβ. -ΚΜΣ-ΚΠ163 Συνών. ραγπέτ
Τροποποιήθηκε: 27/07/2025