ισάλ
(ουσ. ουδ.)
ισάλ
[iˈsal]
Ανακ., Αραβ., Δίλ.
Από το τουρκ. ουσ. ishal = διάρροια
Διάρροια, ευκοιλιότητα
ό.π.τ.
:
Ισάλ’ πααίν’ καργιά τ’
(Ευκοίλια τον πάει)
Δίλ.
-ΙΛΝΕ 887
Συνών.
τσίλημα