ισλίκι
(ουσ. ουδ.)
ισλίκ'
[isˈlik]
Ουλαγ., Τροχ., Τσελτ.
ισλίτσ̑'
[isˈlitʃ]
Μισθ., Τσαρικ.
εσ̑λίτσ̑ι
[eʃˈlitʃi]
Μισθ.
ουσλούτσ'
[usˈluts]
Ανακ., Αξ., Μισθ., Σινασσ., Τσαρικ.
ουσλούτσ̑’
[usˈlutʃ]
Μισθ.
σελίκ'
[seˈlik]
Ανακ., Σινασσ.
πισλίκ'
[pisˈlik]
Αξ.
Aπό το τουρκ. επίθ. içlik = α) εσωτερικός β) ως ουσ., πουκάμισο γ) κοντό γυναικείο σακάκι δ) ποδιά ε) γιλέκο, όπου και διαλεκτ. τύπ. işlik και işlük. Για τον τύπ. ουσλούτσ', πβ. επιπλέον τον διαλεκτ. τύπ. üslük = α) ρούχο β) γυναικεία ποδιά.
1. Είδος γιλέκου, από τσόχα και βαμβάκι, αμανίκωτου με κουμπιά
ό.π.τ.
:
|| Φρ.
Εσ̑λίτσ̑ι σερεφλού
(Επίσημο γιλέκο˙ είδος αμανίκωτου γυναικείου γιλέκου, τσόχινου στην πρόσθια πλευρά και πλουμισμένο με σύρμα, ενώ στην πίσω πλευρά είχε γαλάζιο ύφασμα με κόκκινα σιρίτια)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
2. Ελαφρύς κοντός επενδύτης, με ή χωρίς μανίκια, για ηλικιωμένες γυναίκες
Ανακ., Σινασσ.
3. Πουκάμισο
Αξ.