ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ισλίκι (ουσ. ουδ.) ισλίκ' [isˈlik] Ουλαγ., Τροχ., Τσελτ. ισλίτσ̑' [isˈlitʃ] Μισθ., Τσαρικ. εσ̑λίτσ̑ι [eʃˈlitʃi] Μισθ. ουσλούτσ' [usˈluts] Ανακ., Αξ., Μισθ., Σινασσ., Τσαρικ. ουσλούτσ̑’ [usˈlutʃ] Μισθ. σελίκ' [seˈlik] Ανακ., Σινασσ. πισλίκ' [pisˈlik] Αξ. Aπό το τουρκ. επίθ. içlik = α) εσωτερικός β) ως ουσ., πουκάμισο γ) κοντό γυναικείο σακάκι δ) ποδιά ε) γιλέκο, όπου και διαλεκτ. τύπ. işlik και işlük. Για τον τύπ. ουσλούτσ', πβ. επιπλέον τον διαλεκτ. τύπ. üslük = α) ρούχο β) γυναικεία ποδιά.
1. Είδος γιλέκου, από τσόχα και βαμβάκι, αμανίκωτου με κουμπιά ό.π.τ. : || Φρ. Εσ̑λίτσ̑ι σερεφλού (Επίσημο γιλέκο˙ είδος αμανίκωτου γυναικείου γιλέκου, τσόχινου στην πρόσθια πλευρά και πλουμισμένο με σύρμα, ενώ στην πίσω πλευρά είχε γαλάζιο ύφασμα με κόκκινα σιρίτια) Μισθ. -Κωστ.Μ.
2. Ελαφρύς κοντός επενδύτης, με ή χωρίς μανίκια, για ηλικιωμένες γυναίκες Ανακ., Σινασσ.
3. Πουκάμισο Αξ.