ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ισπάτης (ουσ. αρσ.) ισπάτ' [iˈspat] Αραβαν., Φάρασ. ισπάτ͑' [iˈspatʰ] Φάρασ. Πληθ. ισπάτ͑οι [iˈspatʰi] Φάρασ. Από το τουρκ. ουσ. ispat = απόδειξη, μαρτυρία.
1. Μάρτυρας ό.π.τ. : Όταν πουλάνκαμε κανά χτήμα ερχόσανdε οι ισπάτοι και γράφανε τα χαρτιά (Όταν πουλάγαμε κανένα κτήμα, έρχονταν οι μάρτυρες και έγραφαν τα χαρτιά) Φάρασ. -ΕΚΠΑ 2142 || Παροιμ. Δυο ισπάτοι κρεμάζουν α νομάτ' (Δυο μάρτυρες κρεμάνε έναν άνθρωπο˙ οι κατηγορίες είναι πολύ ισχυρές, όταν μας κατηγορούν παράλληλα δύο άνθρωποι) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Ερυό ισπάτ' κρεμάζουν ένα άρωπο, ας έν' γκαι ψέματα (Δυο μάρτυρες κρεμάνε έναν άνθρωπο, ακόμα και στην περίπτωση που θα πουν ψέματα˙ το ίδιο) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Συνών. μάρτυρας :1, σαΐτης
2. Απόδειξη Φάρασ.