ισπάτης
(ουσ. αρσ.)
ισπάτ'
[iˈspat]
Αραβαν., Φάρασ.
ισπάτ͑'
[iˈspatʰ]
Φάρασ.
Πληθ.
ισπάτ͑οι
[iˈspatʰi]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. ispat = απόδειξη, μαρτυρία.
1. Μάρτυρας
ό.π.τ.
:
Όταν πουλάνκαμε κανά χτήμα ερχόσανdε οι ισπάτοι και γράφανε τα χαρτιά
(Όταν πουλάγαμε κανένα κτήμα, έρχονταν οι μάρτυρες και έγραφαν τα χαρτιά)
Φάρασ.
-ΕΚΠΑ 2142
|| Παροιμ.
Δυο ισπάτοι κρεμάζουν α νομάτ'
(Δυο μάρτυρες κρεμάνε έναν άνθρωπο˙ οι κατηγορίες είναι πολύ ισχυρές, όταν μας κατηγορούν παράλληλα δύο άνθρωποι)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Ερυό ισπάτ' κρεμάζουν ένα άρωπο, ας έν' γκαι ψέματα
(Δυο μάρτυρες κρεμάνε έναν άνθρωπο, ακόμα και στην περίπτωση που θα πουν ψέματα˙ το ίδιο)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Συνών.
μάρτυρας :1, σαΐτης
2. Απόδειξη
Φάρασ.