ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

Ισραήλης (ουσ.) Πληθ. Γεν. Ισραηλιούν [izraiˈʎun] Φάρασ. Από το μεταγν. περιληπτ. ουσ. Ἰσραήλ = ο εβραϊκός λαός, οι Ισραηλίτες. Τύπ. μάλλον τεχνικός, μόνο στην γεν. πληθ. σε μετάφραση του Ευαγγελίου.
Ισραηλίτης : Σα δώδεκα του Ισραηλιούν της τάξης (Στις δώδεκα φυλές του Ισραήλ = Λουκ. 22.30 τὰς δὠδεκα φυλὰς τοῦ Ἰσραήλ) Φάρασ. -Lag. Συνών. Γιαχουντής, Ιουδαίος, Τσιφούτης :1