ισταχλαντίζω
(ρ.)
ισ̑ταχλαντίζω
[iʃtaˈxlandizo]
Φάρασ.
Από τον αόρ. του τουρκ. ρ. iştahlanmak = έχω όρεξη, επιθυμώ.
Έχω όρεξη για κάτι, επιθυμώ