ιστέ
(μόρ.)
ισ̑τέ
[iˈʃte]
Αραβαν., Αφσάρ., Τσουχούρ., Φάρασ.
ισ̑τα̈́
[iˈʃtæ]
Αφσάρ.
Από τo τουρκ. μόρ. işte =να, ιδού, ορίστε, έτσι.
Να, ορίστε, ιδού
ό.π.τ.
:
Ιστέ ήφαρά τα!
(Ορίστε, τον έφερα!)
Αφσάρ.
-Παπαδ.
Ισ̑τέ, έπαρ' και το μπαχσ̑ίσ̑ι σ’
(Να, πάρε και το μπαξίσι σου)
Αραβαν.
-Dawk.
Συνών.
ορίζω