ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ιστέ (μόρ.) ισ̑τέ [iˈʃte] Αραβαν., Αφσάρ., Τσουχούρ., Φάρασ. ισ̑τα̈́ [iˈʃtæ] Αφσάρ. Από τo τουρκ. μόρ. işte =να, ιδού, ορίστε, έτσι.
Να, ορίστε, ιδού ό.π.τ. : Ιστέ ήφαρά τα! (Ορίστε, τον έφερα!) Αφσάρ. -Παπαδ. Ισ̑τέ, έπαρ' και το μπαχσ̑ίσ̑ι σ’ (Να, πάρε και το μπαξίσι σου) Αραβαν. -Dawk. Συνών. ορίζω