ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ιταατλής (επίθ.) ιταατλι̂́ [itaatˈlɯ] Ουλαγ. ιταατλούς [itaatˈlus] Φάρασ. Θηλ. ιταατλούσα [itaatˈlusa] Φάρασ. Από το τουρκ. επίθ. itaatli = υπάκουος. Ο τύπ. θηλ. ιταατλούσα με την προσθήκη του θηλ. επιθμ. στο ιταατλούς.
Ευπειθής, υπάκουος ό.π.τ.