ιταατλής
(επίθ.)
ιταατλι̂́
[itaatˈlɯ]
Ουλαγ.
ιταατλούς
[itaatˈlus]
Φάρασ.
Θηλ.
ιταατλούσα
[itaatˈlusa]
Φάρασ.
Από το τουρκ. επίθ. itaatli = υπάκουος. Ο τύπ. θηλ. ιταατλούσα με την προσθήκη του θηλ. επιθμ. -α στο ιταατλούς.
Ευπειθής, υπάκουος
ό.π.τ.