ιτεδιά
(ουσ. ουδ.)
ιdεριά
[ideˈrʝa]
Σίλ.
Από το ουσ. ιτένι, όπου και τύπ. ιτέ (θ. ιτεδ-), με ομαλή τροπή [ð] > [r] και επίθμ. -έα > -ιά.
Τζιτζιφιά