ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ιστίφι (ουσ. ουδ.) ιστίφ' [iˈstif] Φλογ. Αντιδάν. μέσω του τουρκ. ουσ. istif, το οπ. από το μεταγν. ουσ. στοιβή = α) αφάνα, αστοιβή β) σωρός σιταριού.
1. Στοίβα Συνών. βοκόνι, γιγίνι, κουμούλι
2. Καλάθι με σπόρο για άλεσμα στο μάγγανο : Φκιάισ̑καμ' το ιστίφ' από χόρτο, από σάζια (Φτιάχναμε το καλάθι από χόρτα, από ψάθες) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812
Τροποποιήθηκε: 22/10/2025