ιστίφ
(ουσ. ουδ.)
ιστίφ
[iˈstif]
Φλογ.
Αντιδάν. μέσω του τουρκ. ουσ. istif, το οπ. από το μεταγν. ουσ. στοιβή = α) αφάνα, αστοιβή β) σωρός σιταριού.
2. Καλάθι με σπόρο για άλεσμα στο μάγγανο