ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ιστίφ (ουσ. ουδ.) ιστίφ [iˈstif] Φλογ. Αντιδάν. μέσω του τουρκ. ουσ. istif, το οπ. από το μεταγν. ουσ. στοιβή = α) αφάνα, αστοιβή β) σωρός σιταριού.
1. Στοίβα Συνών. βοκόνι, γιγίνι, κουμούλι
2. Καλάθι με σπόρο για άλεσμα στο μάγγανο
Τροποποιήθηκε: 07/11/2024