ιστίφι
(ουσ. ουδ.)
ιστίφ'
[iˈstif]
Φλογ.
Αντιδάν. μέσω του τουρκ. ουσ. istif, το οπ. από το μεταγν. ουσ. στοιβή = α) αφάνα, αστοιβή β) σωρός σιταριού.
2. Καλάθι με σπόρο για άλεσμα στο μάγγανο
:
Φκιάισ̑καμ' το ιστίφ' από χόρτο, από σάζια
(Φτιάχναμε το καλάθι από χόρτα, από ψάθες)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
Τροποποιήθηκε: 22/10/2025