-ισσα
(επίθμ.)
-ισσα
[-isa]
Σίλ., Φάρασ., Φερτάκ.
-σσα
[-sa]
Καππ., Σίλ., Τσουχούρ., Φάρασ., Φλογ.
-τσα
[-tsa]
Αξ., Τελμ., Φάρασ.
-τζα
[-dza]
Τζαλ., Φάρασ.
-τ͑σα
[-tʰsa]
Αφσάρ., Τσουχούρ., Φάρασ.
Μεταγν. επίθμ. -ισσα με επανάλυση σε αρχ. θηλ. όπως Φοίνισσα και βασίλισσα. Για την εκδοχή -τσα που προέκυψε από την αποβολή του [i] με την ανομ. ως προς τον τρόπο άρθρωσης γειτονικών πια εξακολουθ. συμφώνων, βλ. Ανδριώτης (1948: 37).
Μετουσ. επίθμ. για τον σχηματ. θηλ. ονομ. τα οποία δηλώνουν ότι το προσδιοριζόμενο φέρει ιδιότητα ίδια με αυτήν που δηλώνει η πρωτότυπη λέξη
ό.π.τ.
:
εγγόνισσα
(εγγονή)
Φάρασ., Σινασσ.
κ͑ατ͑ολίκτ͑σα
(καθολική ως προς το θρήσκευμα)
Φάρασ.
κιαούρ’τ͑σα
(άπιστη, ως υβριστ. χαρακτηρισμός των Ελλήνων από τους Τούρκους)
Τσουχούρ., Αφσάρ.
κουζέλτ͑σα
(όμορφη)
Φάρασ.
κουλπέρισσα
(νεράιδα της λίμνης ή του νερού)
Φάρασ.
μαρκάλτζα
(παραμυθιακή υπεράνθρωπη και εχθρική γυναικεία μορφή, δράκαινα)
Φάρασ., Τζαλ.
μουντάρ'σσα
(κακή)
Σίλ.
πελέκισσα
(καημένη)
Φερτάκ.
συννύφισσα
(συννυφάδα)
Καππ.
τ͑έκισσα
(μόνη)
Σίλ.
πεντσίκισσα
(υπηρέτρια)
Φάρασ.
Συνών.
-ερός :1, -ιακός, -ιάρης, -ικός