βοκόνι
(ουσ. ουδ.)
βυκόνι
[viˈkoni]
Ποτάμ.
βουκόνι
[fkon]
Σινασσ.
βουκόν'
[vuˈkon]
Φλογ.
βοκόν'
[voˈkon]
Ανακ., Φλογ.
β'γκόνιν
[ˈvgonin]
Φάρασ.
φ'κόν'
[fkon]
Αξ., Μαλακ., Μισθ., Τροχ., Τσαρικ.
Αγν. ετύμ. Πιθ. από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. mukon = μικρός σωρός από (καμένα) ξύλα, το οπ. από το μεσν. ουσ. μύκων = σωρός, πβ. Ἡσύχ. Μ 1844 «μύκων· σωρός. θημών».
1. Θημωνιά
ό.π.τ.
:
Ξέβαλεν ασ' το φ'κόν' ένα μασκάλ' κ'σάρια
(Έβγαλε από την θημωνιά μιά αγκαλιά κριθάρια)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Τα κ'σάρια χέρισαν δυό-τρία, ποίκαμ' τα φ'κόνια· ύστερα 'πόμαν έτσι 'ς του κόμμα μέσα, στα ματζούρια
(Τα κριθάρια θέρισαν δυο-τρία, τα κάναμε θημωνιές· ύστερα έμειναν έτσι μέσα στο χωράφι, στους πρόσφυγες)
Μισθ.
-ΙΛΝΕ 755
Χέριζαμ', μπιουρουκτούρντιζαμ' ντα φ'κόνια
(Θερίζαμε, τα στοιβάζαμε σε θημωνιές)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Οβδομήνdα ογντοήνdα ντεμάτια σ̑άνισκάμ’ ντα ένα φ'κον' 'ς ένα τόπους
(Εβδομήντα ογδόντα δεμάτια τα κάναμε μιά θημωνιά σ' ένα μέρος)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Τη θεμωνιά λέισ̑καμ’ το βουκόν’
(Tη θημωνιά τη λέγαμε βουκόνι)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
Τα πολλά βοκόνια φκάισ̑καμ' τα χορταριά
(Τις πολλές θημωνιές της κάναμε μεγάλο σωρό)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
Συνών.
γιγίνι :2, σαχράς, Πβ.
χορταριά, φκονίστρα
2. Σωρός, μεγάλη ποσότητα
Μισθ., Φάρασ.
:
Σώρεψαν α β'γκόνιν παράδε τζ̑' 'ενόσανdε πλούσοι
(Μάζεψαν ένα σωρό λεφτά και έγιναν πλούσιοι)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
Ντα ντεματικά σ̑άνοιξ̑αν τα σταυρωτά φ'κόνια
(Με τα δεματικά τα έκαναν σταυρωτούς σωρούς, ενν. τα θερισμένα στάχυα)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Συνών.
γιγίνι :1, ιστίφ, κουμούλι