φκονίστρα
(ουσ.)
φκονίστρα
[fkoˈnistra]
Αξ.
Από το ουσ. βοκόνι, όπου και τύπ. φ'κόν' και το παραγωγ. επίθμ. -ίστρα.
Το μέρος όπου βρίσκονταν οι θημωνιές
Πβ.
βοκόνι