φλουριώνας
(επίθ.)
φλουριώνα
[fluˈrʝona]
Ποτάμ.
φλωριώνας
[floˈrʝonas]
Μαλακ.
φλωριωνάς
[florʝoˈnas]
Σίλατ.
Από το ουσ. φλουρί, όπου και τύπ. φλωρί, και το παραγωγ. επίθμ. -ώνας.
Χρυσός
ό.π.τ.
:
Ύστερα ψόφ'σεν ασ' αλήθεια και σέμασέν ντο σο φλουριώνα σανdούχ'
(Ύστερα ψόψησε στ' αλήθεια και την έβαλε μέσα σε χρυσό σεντούκι)
Ποτάμ.
-Dawk.
Ύστερα μετά ένα χρόνο το κορίτσ̑' πέθανεν,σέμασάν ντο σ’ ένα σανdι̂́q απο φλωριωνάς.
(Ύστερα από ένα χρόνο το κορίτσι πέθανε, το έβαλαν σε ένα χρυσό σεντούκι)
Σίλατ.
-Dawk.