ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

φλουριώνας (επίθ.) φλουριώνα [fluˈrʝona] Ποτάμ. φλωριώνας [floˈrʝonas] Μαλακ. φλωριωνάς [florʝoˈnas] Σίλατ. Από το ουσ. φλουρί, όπου και τύπ. φλωρί, και το παραγωγ. επίθμ. -ώνας.
Χρυσός ό.π.τ. : Ύστερα ψόφ'σεν ασ' αλήθεια και σέμασέν ντο σο φλουριώνα σανdούχ' (Ύστερα ψόψησε στ' αλήθεια και την έβαλε μέσα σε χρυσό σεντούκι) Ποτάμ. -Dawk. Ύστερα μετά ένα χρόνο το κορίτσ̑' πέθανεν,σέμασάν ντο σ’ ένα σανdι̂́q απο φλωριωνάς. (Ύστερα από ένα χρόνο το κορίτσι πέθανε, το έβαλαν σε ένα χρυσό σεντούκι) Σίλατ. -Dawk.