ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

φόλα (ουσ. θηλ.) φόλα [ˈfola] Σινασσ. Μεσν. φόλλα = είδος νομίσματος (< λατιν. follis). Για την τεκμηρίωση της ετυμολογίας, βλ. Κατσούδα (2023).
Το φυτό Εμετικό κάρυον (Strychnos nux vomica), είδος δημητηριώδους στρύχνου Σινασσ.
Τροποποιήθηκε: 11/12/2024