φόλα
(ουσ. θηλ.)
φόλα
[ˈfola]
Σινασσ.
Μεσν. φόλλα = είδος νομίσματος (< λατιν. follis). Για την τεκμηρίωση της ετυμολογίας, βλ. Κατσούδα (2023).
Το φυτό Εμετικό κάρυον (Strychnos nux vomica), είδος δημητηριώδους στρύχνου
Σινασσ.