φοτουλάντημα
(ουσ. ουδ.)
φοτουλάτημα
[fotuˈlatima]
Μισθ.
φοdουλάdημα
[foduˈladima]
Μισθ.
φουτουλάνdημα
[futuˈlandima]
Μισθ.
Από το ρ. φοτουλαντίζω και παραγωγ. επίθμ. -μα, όπου και τύπ. -ημα.
Yπερηφάνεια
Μισθ.
:
Φοdουλάdημα είνι τζ̑άbα
(H υπερηφάνεια είναι δωρεάν, δηλ. τα λόγια είναι εύκολα, οι πράξεις είναι δύσκολες)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Δου μελό τ' τσ̑όουν σου φουτουλάντημα
(Το μυαλό του ήταν στο παίνεμα)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Τροποποιήθηκε: 19/06/2025