φοτουλάντημα
(ουσ. ουδ.)
φοτουλάτημα
[fotuˈlatima]
Μισθ.
φοdουλάdημα
[foduˈladima]
Μισθ.
φουτουλάντημα
[futuʹlandima]
Μισθ.
Από το θ. φοτουλαντ- του ρ. φοτουλαντίζω και παραγωγ. επίθμ. -μα, όπου και τύπ. -ημα.
Η υπερηφάνεια
Μισθ.
:
Φοdουλάdημα είνι τζ̑άbα
(η υπερηφάνεια είναι δωρεάν, δηλ. το να υπερηφανεύεσαι δεν απαιτεί προσπάθεια ούτε έχει συνέπειες)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Δου μελό τ' τσ̑όουν σου φουτουλάντημα
(Το μυαλό του ήταν στο παίνεμα)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.