φόρτωμα
(ουσ. ουδ.)
φόρτωμα
[ˈfortoma]
Αραβαν., Γούρδ., Μισθ.
φόρτουμα
[ˈfortuma]
Μαλακ.
Από το μεσν. ουσ. φόρτωμα.
Φορτίο
:
Κόφτσ̑ει ένα καλό φόρτωμα και φέρισ̑κεν dο
(Κόβει ένα καλό φόρτωμα και το 'φερνε)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Το πλεφρό κειόουν τόσο ντερέκ που για να κατέβουν 'ντετσ̑ού κάτ' κρέισκαν ντώεκα φορτώματα ράμμα
(Το πηγάδι ήταν τόσο βαθύ που για να κατέβουν εκεί κάτω χρειάζονταν δώδεκα φορτία σχοινί)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΑΠΘ
Συνών.
γομάρι :1, ντέγκι :1, ράχη :3