ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

φόρτωμα (ουσ. ουδ.) φόρτωμα [ˈfortoma] Αραβαν., Γούρδ., Μισθ. φόρτουμα [ˈfortuma] Μαλακ. Από το μεσν. ουσ. φόρτωμα.
Φορτίο : Κόφτσ̑ει ένα καλό φόρτωμα και φέρισ̑κεν dο (Κόβει ένα καλό φόρτωμα και το 'φερνε) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Το πλεφρό κειόουν τόσο ντερέκ που για να κατέβουν 'ντετσ̑ού κάτ' κρέισκαν ντώεκα φορτώματα ράμμα (Το πηγάδι ήταν τόσο βαθύ που για να κατέβουν εκεί κάτω χρειάζονταν δώδεκα φορτία σχοινί) Μισθ. -ΑΠΥ-ΑΠΘ Συνών. γομάρι :1, ντέγκι :1, ράχη :3