φοτουλού
(επίθ.)
φοτουλού
[fotu'lu]
Μισθ.
Από το τουρκ. επίθ. fodul = ψευτοπερήφανος, κατά τα επίθ. σε -λού.
Ψευτοπερήφανος
Μισθ.
:
Πολύ φοτουλού γένης
(Πολύ περήφανος έγινες)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.