βούκα
(ουσ. θηλ.)
βούκα
[ˈvuka]
Αραβαν., Γούρδ., Σίλατ., Σινασσ., Φλογ.
μούκα
[ˈmuka]
Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Μαλακ., Μισθ., Σίλατ., Σινασσ., Φερτάκ., Φλογ.
φούκ-κα
[ˈfukka]
Σίλ.
μπούκα
[ˈbuka]
Τελμ.
πούκα
[ˈpuka]
Σίλατ.
Aπό το μεσν. ουσ. βούκκα (< λατιν. bucca ) = α) μπουκιά β) στόμα γ) μάγουλο. Ο τύπ. μούκα με τροπή [b] ή [v] > [m], για την οπ. πβ. βώλος > μώλος, μπαίνω > μαίνω. Ο τύπ. μπούκα νεότ.
Πβ.
μπούτσι
1. Mπουκιά
ό.π.τ.
:
Τα βούκες τους ντε κατεβαίνισ̑καν κάτω
(Οι μπουκιές τους δεν κατέβαιναν κάτω, δεν μπορούσαν να καταπιούν)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Κόφτουμ' μεγάλα μούτσις να φάμι
(Κόβουμε μεγάλες μπουκιές να φάμε)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Να 'πομεί μούκα σου γκιαρτλιάκια σ'
(Να σου κάτσει η μπουκιά στον λαιμό)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Ντ' αγρατσί να ποίκουμ' λαϊού μούτσ̑ις να φάμι
(To απόγευμα θα κάνουμε μπουκιές με λάδι να φάμε)
Μισθ.
-Φατ.
|| Παροιμ.
Μέγα βούκα φά’, μέγα γκελεdζ̑ί μη λες
(Μεγάλη μπουκιά φάε, μεγάλη κουβέντα μη λες˙ να μην κάνεις δηλώσεις οι οποίες είναι δύσκολο να πραγματοποιηθούν)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Μέγα μούκα φά’, μικρό λόγους είπι
(Μεγάλη μπουκιά φάε, μικρό λόγο πες˙ το ίδιο)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Το περ'σσό το βούκα ντέ σε τυρπά
(Η περίσσια μπουκιά δεν σε τρυπάει˙ Όσα περισσότερα πετύχεις, τόσο το καλύτερο)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Περ'σσό μούκα καργιά δε τυρπά
(Μεγαλύτερη ποσότητα φαγητού δεν τρυπάει και την κοιλιά˙ το ίδιο)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Συνών.
μπούτσι
3. Στόμα, εσωτερικό του στόματος
Τελμ., Φλογ.
:
Πάλι γέμισκε τη μπούκα τ' νερό· ο διάβολος πάλι, βγαίνισκε εμbρό τ', ίνισκε του σην μπούκα, πάλι κονόταν κάτω
(Πάλι γέμισε το στόμα του νερό· ο διάβολος πάλι, έβγαινε μπροστά του, τον χτυπούσε στο στόμα και άδειαζε κάτω)
Τελμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Ικεί σο βόσ̑κο γιόμωναν τα βούκε τ'νε νερό
(Εκεί στην βοσκή γέμιζαν τα στόματά τους νερό)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Συνών.
αγζ :2, στόμα
4. Τεμάχιο ή μικρή ποσότητα φαγητού
Σίλατ., Φλογ.
:
Δώσ' με ένα μούκα ψωμί
(Δώσε μου μιά μπουκιά ψωμί)
Φλογ.
5. Ως φρ., με γραμματικοποίηση, λίγο, ελάχιστα, μικρή ποσότητα
Μισθ., Σινασσ., Φλογ.
:
Αφού πορπάτ'σεν ένα μούκα γυρίζ' και λέγ' τηνε
(Αφού περπάτησε λίγο γυρίζει και της λέει)
Σινασσ.
-Τακαδόπ.
Διπλώτε το ένα μούκα
(Διπλώστε το λίγο)
Σινασσ.
-Λεύκωμα
|| Φρ.
Ένα μούκα ιντσ̑άνους
(Μια μπουκιά άνθρωπος˙ Μικρόσωμος άνθρωπος)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Έλαχα το ένα μούκα κι έκλαψεν
(Τον άγγιξα μιά μπουκιά κι έκλαψε˙ μόλις που τον άγγιξα και έκλαψε)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Συνών.
μπούτσι, ψιχίδι :3