ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

βούκα (ουσ. θηλ.) βούκα [ˈvuka] Αραβαν., Γούρδ., Σίλατ., Σινασσ., Φλογ. μούκα [ˈmuka] Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Μαλακ., Μισθ., Σίλατ., Σινασσ., Φερτάκ., Φλογ. φούκ-κα [ˈfukka] Σίλ. μπούκα [ˈbuka] Τελμ. πούκα [ˈpuka] Σίλατ. Aπό το μεσν. ουσ. βούκκα (< λατιν. bucca ) = α) μπουκιά β) στόμα γ) μάγουλο. Ο τύπ. μούκα με τροπή [b] ή [v] > [m], για την οπ. πβ. βώλος > μώλος, μπαίνω > μαίνω. Ο τύπ. μπούκα νεότ. Πβ. μπούτσι
1. Mπουκιά ό.π.τ. : Τα βούκες τους ντε κατεβαίνισ̑καν κάτω (Οι μπουκιές τους δεν κατέβαιναν κάτω, δεν μπορούσαν να καταπιούν) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Κόφτουμ' μεγάλα μούτσις να φάμι (Κόβουμε μεγάλες μπουκιές να φάμε) Μισθ. -Κωστ.Μ. Να 'πομεί μούκα σου γκιαρτλιάκια σ' (Να σου κάτσει η μπουκιά στον λαιμό) Μισθ. -Κοτσαν. Ντ' αγρατσί να ποίκουμ' λαϊού μούτσ̑ις να φάμι (To απόγευμα θα κάνουμε μπουκιές με λάδι να φάμε) Μισθ. -Φατ. || Παροιμ. Μέγα βούκα φά’, μέγα γκελεdζ̑ί μη λες (Μεγάλη μπουκιά φάε, μεγάλη κουβέντα μη λες˙ να μην κάνεις δηλώσεις οι οποίες είναι δύσκολο να πραγματοποιηθούν) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Μέγα μούκα φά’, μικρό λόγους είπι (Μεγάλη μπουκιά φάε, μικρό λόγο πες˙ το ίδιο) Μισθ. -Κοτσαν. Το περ'σσό το βούκα ντέ σε τυρπά (Η περίσσια μπουκιά δεν σε τρυπάει˙ Όσα περισσότερα πετύχεις, τόσο το καλύτερο) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Περ'σσό μούκα καργιά δε τυρπά (Μεγαλύτερη ποσότητα φαγητού δεν τρυπάει και την κοιλιά˙ το ίδιο) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 Συνών. μπούτσι
2. Μάγουλο Σίλ. Συνών. γιανάκι, μάγουλο :1, μισίδι, χαραγή
3. Στόμα, εσωτερικό του στόματος Τελμ., Φλογ. : Πάλι γέμισκε τη μπούκα τ' νερό· ο διάβολος πάλι, βγαίνισκε εμbρό τ', ίνισκε του σην μπούκα, πάλι κονόταν κάτω (Πάλι γέμισε το στόμα του νερό· ο διάβολος πάλι, έβγαινε μπροστά του, τον χτυπούσε στο στόμα και άδειαζε κάτω) Τελμ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Ικεί σο βόσ̑κο γιόμωναν τα βούκε τ'νε νερό (Εκεί στην βοσκή γέμιζαν τα στόματά τους νερό) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 Συνών. αγζ :2, στόμα
4. Τεμάχιο ή μικρή ποσότητα φαγητού Σίλατ., Φλογ. : Δώσ' με ένα μούκα ψωμί (Δώσε μου μιά μπουκιά ψωμί) Φλογ.
5. Ως φρ., με γραμματικοποίηση, λίγο, ελάχιστα, μικρή ποσότητα Μισθ., Σινασσ., Φλογ. : Αφού πορπάτ'σεν ένα μούκα γυρίζ' και λέγ' τηνε (Αφού περπάτησε λίγο γυρίζει και της λέει) Σινασσ. -Τακαδόπ. Διπλώτε το ένα μούκα (Διπλώστε το λίγο) Σινασσ. -Λεύκωμα || Φρ. Ένα μούκα ιντσ̑άνους (Μια μπουκιά άνθρωπος˙ Μικρόσωμος άνθρωπος) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Έλαχα το ένα μούκα κι έκλαψεν (Τον άγγιξα μιά μπουκιά κι έκλαψε˙ μόλις που τον άγγιξα και έκλαψε) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 Συνών. μπούτσι, ψιχίδι :3