ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

αγζ (ουσ. ουδ.) αγζ [aɣz] Ουλαγ. άγζι̂ [ˈaɣzɯ] Ουλαγ. Από το τουρκ. ουσ. ağız (κτητικό ağzı) = α) στόμα β) στόμιο. Πβ. νεότ. ουσ. ἀγίζ (για την σημ. 2· Mackridge 2021: 69).
1. Στόμιο : Ένα τζ̑ιγαρά αγζί (Ένα στόμιο πίπας) Ουλαγ. -Dawk. Συνών. στόμα
2. Στόμα : || Φρ. Αγζ ορουσλού πήε (Το στόμα τους πήγε νηστεύοντας˙ νήστευαν) Ουλαγ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Συνών. βούκα, στόμα