αγζ
(ουσ. ουδ.)
αγζ
[aɣz]
Ουλαγ.
άγζι̂
[ˈaɣzɯ]
Ουλαγ.
Από το τουρκ. ουσ. ağız (κτητικό ağzı) = α) στόμα β) στόμιο. Πβ. νεότ. ουσ. ἀγίζ (για την σημ. 2· Mackridge 2021: 69).
2. Στόμα
:
|| Φρ.
Αγζ ορουσλού πήε
(Το στόμα τους πήγε νηστεύοντας˙ νήστευαν)
Ουλαγ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Συνών.
βούκα, στόμα