αγγουριώνα
(ουσ. θηλ.)
ανgιριώνα
[aŋɟiˈrʝona]
Ανακ., Σίλατ., Σίλ.
ναgιριώνα
[naɟiˈrʝona]
Μισθ., Τροχ.
ενgιριώνα
[eŋɟiˈrʝona]
Αξ., Φλογ.
νενgιριώνα
[neŋɟiˈrʝona]
Αξ., Μαλακ., Μισθ., Φλογ.
ανgουρένα
[aŋguˈrena]
Σατ., Φάρασ.
ανgουρα̈́να
[aŋguˈræna]
Φάρασ.
Από το μεσν. ουσ. ἀγγούρι και το παραγωγ. επίθμ. -ώνας. Ο τύπ. αγγουρένα με [o > e] από επίδρ. του παρακείμενου [r] ή με το επίθμ. -ένα, πιθ. θηλ. του μεσν. επιθμ. -ένος, που μαρτυρείται και στην Ποντιακή (βλ. Χατζιδάκις, ΜΝΕ Β', 118).
1. Μποστάνι
ό.π.τ.
:
’ς τα χωράφα ’στέρου ’α δεις τσ̑αι τις αγγουρα̈́νις μας
(Μετά τα χωράφια θα δεις και τα μποστάνια μας)
Φάρασ.
-Αναστασ.
Τζας ήρτες συ κονdά μου, το νερό ’ς την αγγουρένα ’γώ είχα τα κοπ’μένο
(Όταν ήρθες κοντά μου, εγώ είχα κόψει το νερό στο μποστάνι)
Φάρασ.
-Αναστασ.
Ατιά οι αγγουρένις θέλκαν να ’δρευτούν σήμουρου
(Αυτοί οι κήποι έπρεπε να ποτιστούν σήμερα)
Φάρασ.
-Αναστασ.
Να τ͑ουτ͑ουρντίσουμ’ νεγγιριώνα μας
(Να καπνίσουμε το μποστάνι μας)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Ντεν έχει ντικό του ναgιριώνα, αγοράζ’
(Δεν έχει δικό του μποστάνι, αγοράζει)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Ντε μπορώ να σπέρου ναgιριώνα, άνdρα ντεν έχου, μαναχό μ’
(Δεν μπορώ να σπείρω το μποστάνι, άντρα δεν έχω, μόνη μου)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Ξερικά νεγγιριώνις, βγάλλισκαμ’ λία γαρπούσ̑α μικρά
(Άνυδρα μποστάνια, βγάζαμε λίγα καρπούζια, μικρά)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
|| Φρ.
Γέναν αμbέλ’ κι εγγιριώνα
(Έγιναν αμπέλι και μποστάνι˙ ειρων., για κάποιον που αποτυχαίνουν οι δουλειές του)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Συνών.
αγγουριά
2. Καρπούζι
Μισθ., Φλογ.
:
Πάρε ένα νεγγιριώνα
(Πάρε ένα καρπούζι)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
Τσι σου μουσούρ’ μέσα χέκιξα τσι λίου ναgιριώνα
(Και μέσα στο καλαμπόκι έβαζα, δηλ. φύτευα, και λίγα καρπούζια)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Συνών.
καρπούζι, κελέκι, χειμωνικός :1