αγγειό
(ουσ. ουδ.)
ανgειό
[aŋˈɟο]
Αξ., Φλογ.
ανdζ̑ό
[anˈdʒo]
Μισθ.
αγγί
[aŋˈɟi]
Φλογ.
Aπό το αρχ. ουσ. ἀγγεῖον = δοχείο, ασκός. Ο τύπ. ανgειό ήδη νεότ., και σε πολλά ν.ε. ιδιώματα.