ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

αγγειό (ουσ. ουδ.) ανgειό [aŋˈɟο] Αξ., Φλογ. ανdζ̑ό [anˈdʒo] Μισθ. αγγί [aŋˈɟi] Φλογ. Aπό το αρχ. ουσ. ἀγγεῖον = δοχείο, ασκός. Ο τύπ. ανgειό ήδη νεότ., και σε πολλά ν.ε. ιδιώματα.
Δερμάτινος ασκός όπου τοποθετείται το τυρί, το βούτυρο κ.ο.κ. ό.π.τ. : Λαγιού ανgειό (Τουλούμι λαδιού) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Δίνισκαμ’ δυό ανgειά λάδ’ (Δίναμε δύο τουλούμια λάδι) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812 Πβ. ασκί :1, βαλοπέτσι, Συνών. δέρμα