ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

αγγαρεία (ουσ. θηλ.) ανgαρεία [aŋgaˈria] Σατ. ανgαρειά [aŋgaˈrʝa] Αραβαν., Γούρδ., Δίλ., Μισθ., Ουλαγ., Σίλ. Μεταγν. ουσ. ἀγγαρεία = υποχρεωτική δημόσια υπηρεσία. Ο τύπ. αγγαρειά ήδη μεσν. Πβ. τουρκ. angarya = αναγκαστική εργασία, το οπ. αποτελεί ελλ. δάν.
Καταναγκαστική εργασία που γίνεται χωρίς αμοιβή ό.π.τ. : Σήμερι έπιασά μας 'ς τσ̑ην ανgαρειά (Σήμερα μας έβαλαν σε καταναγκαστική εργασία) Σίλ. -Κωστ.Σ. Τα ανgαρειάγια σ’ ντε πλερώνται (Οι αγγαρείες σου δεν έχουν τελειωμό) Ουλαγ. -Κεσ. Πήαγα ’ς την ανgαρεία (Πήγα στην αγγαρεία) Σατ. -ΚΜΣ-ΚΠ388 || Φρ. Ανgαρειά μ’ το ζάεις ετό το όργο; (Αγγαρεία την κάνεις αυτή την δουλειά;˙ Λέγεται σε απρόθυμο να κάνει μιά δουλειά) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ.