ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

αγαράν (ουσ. ουδ.) αγαράν [aɣaˈran] Αξ., Μισθ. Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. ağaran = γαλακτομικά προϊόντα (γάλα, αϊράνι, γιαούρτι), πβ. και ağartı (Redhouse).
Γαλακτοκομικά προϊόντα ό.π.τ. : ’στέρια ποίκα να χτήνου, απ’ του χτήνου ποίκα τα δυό, άλμιζαμ’, μποίκα δα έπειτα ντυό τρί ’έσσ’ρα βέβαια, είχαμ’ είχαμ’ ντου αγαράν ε (Ύστερα αγόρασα μιά αγελάδα, από την μία αγελάδα τις έκανα δύο, αρμέγαμε, τις έκανα έπειτα 3-4 βέβαια, είχαμε είχαμε τα γαλακτοκομικά προϊόντα) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Συνών. αλμεχτό, γαλατερός