αγαράν
(ουσ. ουδ.)
αγαράν
[aɣaˈran]
Αξ., Μισθ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. ağaran = γαλακτομικά προϊόντα (γάλα, αϊράνι, γιαούρτι), πβ. και ağartı (Redhouse).
Γαλακτοκομικά προϊόντα
ό.π.τ.
:
’στέρια ποίκα να χτήνου, απ’ του χτήνου ποίκα τα δυό, άλμιζαμ’, μποίκα δα έπειτα ντυό τρί ’έσσ’ρα βέβαια, είχαμ’ είχαμ’ ντου αγαράν ε
(Ύστερα αγόρασα μιά αγελάδα, από την μία αγελάδα τις έκανα δύο, αρμέγαμε, τις έκανα έπειτα 3-4 βέβαια, είχαμε είχαμε τα γαλακτοκομικά προϊόντα)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Συνών.
αλμεχτό, γαλατερός