αγγελοσκορπίζομαι
(ρ.)
Μτχ.
ανgελοσκορπισμένος
[aŋɟeloskorpiˈzmenos]
Ποτάμ., Σινασσ., Τζαλ.
Από το ουσ. άγγελος και το ρ. σκορπίζω.
Σκορπίζομαι σε κομμάτια χτυπημένος από τον Χάρο, πεθαίνω
ό.π.τ.
:
|| Ασμ.
Εκεί έν’ ο Γιαννάκης, αχ, Γιαννάκη μου
δομένος, σκοτωμένος και ορεικείμενος
ανgελοσκορπισμένος και αναγνώριστος
(Εκεί είναι ο Γιαννάκης, αχ, Γιαννάκη μου χτυπημένος, σκοτωμένος, που κείται πάνω στα βουνά
σκορπισμένος σε κομμάτια από τον Χάρο και αγνώριστος στην όψη.) Σινασσ. -Αρχέλ. Συνών. βουρουλντίζω, καμμώνω :2, πληρώνω, πεθαίνω :1, ψοφώ :1
δομένος, σκοτωμένος και ορεικείμενος
ανgελοσκορπισμένος και αναγνώριστος
(Εκεί είναι ο Γιαννάκης, αχ, Γιαννάκη μου χτυπημένος, σκοτωμένος, που κείται πάνω στα βουνά
σκορπισμένος σε κομμάτια από τον Χάρο και αγνώριστος στην όψη.) Σινασσ. -Αρχέλ. Συνών. βουρουλντίζω, καμμώνω :2, πληρώνω, πεθαίνω :1, ψοφώ :1