ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

καμμώνω (ρ.) καμμώνω [kaˈmono] Αραβαν., Γούρδ. καμμώνου [kaˈmonu] Μισθ. καμbώνω [kamˈbono] Αξ., Τροχ. καbώ [kaˈbo] Σίλ. καμbώνου [kamˈbonu] Μισθ. καbώνου [kaˈbonu] Σίλ. Προστ. Εν. κάμbου [ˈkambu] Μισθ., Τροχ., Τσαρικ. Αόρ. κάμbωσα [ˈkambosa] Τσαρικ. κάbουσα [ˈkabusa] Σίλ. Από το αρχ. ρ. καμμύω > μεσν. καμμυῶ > νεότ. καμμῶ. Η σημ. ‘πεθαίνω’ από την ήδη μεσν. σημ. ‘κοιμάμαι' (Λεξ. Κριαρ.)
1. Κλείνω τα μάτια ό.π.τ. : Κάbουσα τα μάτσ̑α μου (Έκλεισα τα μάτια μου) Σίλ. -Κωστ.Σ. Kάμboυ τα μάτια σ'! (Κλείσε τα μάτια σου!) Μισθ. -Κωστ.Μ. Κάμbου τα καλά, γιαΐ ρανάς; (Κλείσ' τα καλά (τα μάτια σου), γιατί βλέπεις; για εκείνον που, ενώ «φυλούσε" στο κρυφτό, προσπαθούσε να δει) Τροχ. -Νίγδελ.Τροχ. || Φρ. Καμbώνω μάτ' (Κλείνω το μάτι˙ κάνω νεύμα) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Συνών. καμμουτσάω
β. Κλείνω τα μάτια σε παιδικά παιχνίδια, «τα φυλάω» Μισθ. : Κάμbου τα καλά, γιαΐ ρανάς; (Κλείσ' τα καλά (τα μάτια σου), γιατί βλέπεις; Για εκείνουν που, ενώ «φυλούσε" στο κρυφτό, προσπαθούσε να δει ) Μισθ. -Νίγδελ.Τροχ.
2. Μτφ., πεθαίνω Αξ., Σίλ., Τσαρικ. : Kάμbωσι παπάς (Πέθανε ο παπάς) Τσαρικ. -ΚΜΣ-ΚΠ294 || Φρ. Ακόμ' ρε τα κάbουσι (Ακόμη δεν τα έκλεισε (τα μάτια)˙ ακόμη δεν πέθανε) Σίλ. -Κωστ.Σ. Καμbώνω τα μάτια μ' (Κλείνω τα μάτια μου˙ πεθαίνω) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Συνών. αποδιαβαίνω, πεθαίνω, πληρώνω, ψοφώ