καμμώνω
(ρ.)
καμμώνω
[kaˈmono]
Αραβαν., Γούρδ.
καμμώνου
[kaˈmonu]
Μισθ.
καμbώνω
[kamˈbono]
Αξ., Τροχ.
καbώ
[kaˈbo]
Σίλ.
καμbώνου
[kamˈbonu]
Μισθ.
καbώνου
[kaˈbonu]
Σίλ.
Προστ. Εν.
κάμbου
[ˈkambu]
Μισθ., Τροχ., Τσαρικ.
Αόρ.
κάμbωσα
[ˈkambosa]
Τσαρικ.
κάbουσα
[ˈkabusa]
Σίλ.
Από το αρχ. ρ. καμμύω > μεσν. καμμυῶ > νεότ. καμμῶ. Η σημ. ‘πεθαίνω’ από την ήδη μεσν. σημ. ‘κοιμάμαι' (Λεξ. Κριαρ.)
1. Κλείνω τα μάτια
ό.π.τ.
:
Κάbουσα τα μάτσ̑α μου
(Έκλεισα τα μάτια μου)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Kάμboυ τα μάτια σ'!
(Κλείσε τα μάτια σου!)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Κάμbου τα καλά, γιαΐ ρανάς;
(Κλείσ' τα καλά (τα μάτια σου), γιατί βλέπεις; για εκείνον που, ενώ «φυλούσε" στο κρυφτό, προσπαθούσε να δει)
Τροχ.
-Νίγδελ.Τροχ.
|| Φρ.
Καμbώνω μάτ'
(Κλείνω το μάτι˙ κάνω νεύμα)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Συνών.
καμμουτσάω
β.
Κλείνω τα μάτια σε παιδικά παιχνίδια, «τα φυλάω»
Μισθ.
:
Κάμbου τα καλά, γιαΐ ρανάς;
(Κλείσ' τα καλά (τα μάτια σου), γιατί βλέπεις; Για εκείνουν που, ενώ «φυλούσε" στο κρυφτό, προσπαθούσε να δει
)
Μισθ.
-Νίγδελ.Τροχ.
2. Μτφ., πεθαίνω
Αξ., Σίλ., Τσαρικ.
:
Kάμbωσι παπάς
(Πέθανε ο παπάς)
Τσαρικ.
-ΚΜΣ-ΚΠ294
|| Φρ.
Ακόμ' ρε τα κάbουσι
(Ακόμη δεν τα έκλεισε (τα μάτια)˙ ακόμη δεν πέθανε)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Καμbώνω τα μάτια μ'
(Κλείνω τα μάτια μου˙ πεθαίνω)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Συνών.
αποδιαβαίνω, πεθαίνω, πληρώνω, ψοφώ