καμμουτσάω ( ρ.
)
καμμουτσάου
[kamuˈtsau]
Τσουχούρ., Φάρασ.
Αόρ.
καμμούdζησα
[kaˈmudzisa]
Φάρασ.
...
καμμούτσημα
(ουσ. ουδ.)
καμμούτσημα
[kaˈmutsima]
Φάρασ.
Από το ρ. καμμουτσάω και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
Κλείσιμο των ματιών
Συνών.
κάμμωμα
β.
Παράβλεψη