ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κάμνω (ρ.) κάμνω [ˈkamno] Ανακ., Αξ., Αραβαν., Ουλαγ., Σατ., Σίλατ. κάμνου [ˈkamnu] Μισθ., Σίλ., Τσελτ. κάνω [ˈkano] Ανακ., Τελμ. κάμω [ˈkamo] Γούρδ., Μισθ., Σίλατ., Σινασσ. καμίγω [kaˈmiɣo] Μαλακ. καμνίσ̑κω [kaˈmniʃko] Φλογ. κάμνεινα [ˈkamnina] Σίλ. κάνισ̑κα [ˈkaniʃka] Τελμ. Από το αρχ. ρ. κάμνω α) κατασκευάζω β) δουλεύω γ) μοχθώ δ) πάσχω.
1. Δουλεύω, εργάζομαι Αξ., Αραβαν., Μισθ., Σατ., Σίλατ., Σινασσ., Φλογ. : Κάμνω μάνgανος (Δουλεύω το μαγγάνι) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Το μάγγανος κάμμει (Το μαγγάνι δουλεύει, λειτουργεί) Φλογ. -ΙΛΝΕ 811 || Φρ. Καλώς τα κάμεις (Καλώς να τα κάνεις˙ καλή δουλειά (ευχή προς εργαζόμενο)) Σινασσ. -Αρχέλ.
2. Κάνω, φτιάχνω Σίλ., Τσελτ. : Κάμνειναμ' χαβιάρι (Κάναμε ταραμά) Σίλ. -Κωστ.Σ. Φέρισ̑καν τότε το δεσπότη· γονάτιζεν σο μορμόρι τ' και κάνισ̑κε τρισάγιο, ψάλλισ̑κεν για την ψυχή του και αναπαυόταν (Έφερναν τότε τον δεσπότη· γονάτιζε στο μνήμα του και έκανε τρισάγιιο, έψαλλε για την ψυχή του και αναπαυόταν) Τελμ. -ΚΜΣ-Θεοδ. || Φρ. Κάμνου γαβγά (Κάνω καβγά˙ μαλώνω) Σινασσ., Σίλ. -Κωστ.Σ.
3. Γνέθω, κλώθω Αξ., Αραβαν., Μαλακ., Μισθ., Ουλαγ., Σίλατ., Σίλ., Σινασσ., Φλογ. : Τα εκάντζ̑ιναμ’, τα κάμνηναμ’, τσ̑ανινόσκαμ’ τα κλωστές μι τ’ αρντάχτσι (Τα πλέναμε, τα γνέθαμε, τα κάναμε κλωστές με το αδράχτι) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6 || Φρ. Κάμνω μαλλί (Κάνω μαλλί˙ κλώθω) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Κάμνου μαλλί (Κάνω μαλλί˙ γνέθω) Σίλ. -Κωστ.Σ.