καμπάκι
(ουσ. ουδ.)
qαbάχ'
[qaˈbax]
Μαλακ.
κ͑αbάχ'
[kʰaˈbax]
Ποτάμ.
καπάχ'
[kaˈpax]
Τσελτ., Φλογ.
γκαbάκ'
[gaˈbak]
Ουλαγ.
γαbάχ'
[ɣaˈbax]
Αραβαν., Δίλ., Μισθ., Τζαλ., Τσαρικ.
γαπάχ'
[ɣaˈpax]
Σίλ.
γαπάχ̇ι
[ɣaˈpaxi]
Φάρασ.
Πληθ.
γαμπάια
[ɣaˈbaja]
Αραβ., Μισθ.
χαπάχι
[xaˈpaçi]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. kabak = α) κολοκύθι β) δοχείο για κρασί, όπου και διαλεκτ. τύπ. gabah (THADS 8, λ. gabah I).
1. Κολοκύθι
ό.π.τ.
:
Γαbαχιού γούτσ̑α
(Σπόρια κολοκυθιού)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Εγώ μι γαπάϊα να σπέρου
(Εγώ με κολοκύθια θα σπείρω)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Έχου γαbάχια, ε σ̑άνου δα φέτις φέτις, τεγανίζου δα τρώου· μετά εκείνου του γαbάχ' ξύνου δου, ξύνου δου, μάζου λίου αλεύιρ' σ̑άνου κιοφτάδις
(Έχω κολοκύθια, τα κάνω φέτες-φέτες, τα τηγανίζω τα τρώω· μετά εκείνο το κολοκύθι το ξύνω το ξύνω, βάζω λίγο αλεύρι, κάνω κεφτέδες)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Φώτας μέρα όλα τα ναίκες ψένισκαμ’ κόκκινα καπάχ’
(Την ημέρα των Φώτων όλες οι γυναίκες μαγειρεύαμε κόκκινες κολοκύθες)
Τσελτ.
-ΚΜΣ-ΚΠ34
|| Φρ.
Γαbαχιού φαΐ
(Κολοκυθιού φαγητό˙ Νηστήσιμο φαγητό της παραμονής των Θεοφανείων με βάση την κολοκύθα)
Μισθ.
-Μακρ.
Συνών.
γισκαλάκι, κελέμι, κολοκύθι, χαραμπάς
2. Kολοκυθιά
ό.π.τ.
:
Κάλλιβαμ' γαbαχιού ντα τεβέτσ̑α
(Καβαλάγαμε τον κορμό της κολοκυθιάς)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
3. Παγούρι από κολοκύθι
:
Εγώ έχω ένα qαbάχ'· το αλλάζεις με το γουτσ̑ά σου;
(Έγώ έχω ένα παγούρι· το αλλάζεις με την πετσέτα σου;)
Ποτάμ.
-Dawk.
Συνών.
μάταρα, παγρί, χαραμπάς