καμπασίδι
(επίθ.,πληθ.)
qαbασι̂́ρια
[qabaˈsɯrʝa]
Φλογ.
Πιθ. από την τουρκ. φρ. kaba iş = χοντροκοπιά, αν όχι απλώς τύπ. πληθ. του ουσ. γαπάς < kaba (Dawkins 1916: 681).
Χοντροκομμένος
:
Είπε λία ουσ̑κούρ qαbασι̂́ρια
(Είπε μερικά χοντροκομμένα τραγούδια αγάπης)
Φλογ.
-Dawk.
Πβ.
γαπάς