καμπούλι
(επίθ.)
κ͑αbούλι
[kʰaˈbuli]
Σίλ., Τελμ.
καπούλ'
[kaˈpul]
Τροχ.
γαπούλι
[ɣaˈpuli]
Φάρασ.
γαbούλ'
[ɣaˈbul]
Αξ.
γάbουλ'
[ˈɣabul]
Μισθ.
Από το τουρκ. ουσ. kabul = αποδοχή. Οι φρ. στην Σίλλη, την Αξό και τα Φάρασα από την τουρκ. φρ. kabul ederim ή ediyorum. Πβ. ποντ. ευτάγω γαπούλ'.
Αποδεκτός
ό.π.τ.
:
Και εδού είσαι μοναχό σ' σο βουνιού το φκάλ' και κανείς κ͑αbούλι σ' ντέ 'ναι;
(Και εδώ είναι μόνος σου στην κορυφή του βουνού και κανείς δεν είναι εδώ που να σου αρέσει;)
Τελμ.
-Dawk.
Εκείνο μποίκες το τεκλίφι τ' κι εκείνα μποίκαν ντα γαbούλ'
(Εκείνος έκανε την πρόταση κι εκείνοι την έκαναν δεκτή)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
|| Φρ.
Φτσ̑άνου κ͑αbούλι
(Κάνω αποδεκτό˙ αποδέχομαι)
Σίλ.
-Dawk.
Σ̑άνω γαbούλ'
(Κάνω αποδεκτό˙ το ίδιο)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Ποίκω/φτένω γαπούλι
(Κάνω αποδεκτό˙ αποδέχομαι)
Φάρασ.
-Αναστασ.
Ο Θεός να ποίτσ̑ει το νιέτι σου γαπούλι
(Ο Θεός να κάνει δεκτή την ιδέα σου˙ μακάρι ο Θεός να πραγματοποιήσει την επιθυμία σου· ευχή)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
|| Παροιμ.
Τσ̑άπου τζ̑ο 'ίνεται γαπούλι η ευσ̑ή σου, μη εξούσαι σον άνεμο
(Όπου δεν γίνεται δεκτή η προσευχή σου, μην προσεύχεσαι στον άνεμο˙ όπου δεν γίνεται δεκτό το αίτημά σου, μην προσεύχεσαι μάταια, μην ζητάς κάτι από εκεί που είναι σίγουρο ότι δεν θα σου το δώσουν)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.