ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

καμπόσος (αντων.) καμπόσος [kaˈbosos] Ανακ., Τελμ. κάbοσους [ˈkabosus] Μισθ., Σίλ. Μεσν. αντων. κάμποσος. Η λ. πιθ. μέσω της κοινής ΝΕ (Costakis 1964: 44).
Κάμποσος, αρκετός ό.π.τ. : Κάbοσα οχά μπο̈ϋρτζί πήραμε (Πήραμε κάμποσες οκάδες φασόλια) Σίλ. -Κωστ.Σ. Επαρέτ', επαρέτ', πούλτσα κάbοσα (Πάρτε, πάρτε, πούλησα κάμποσα) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Πέρνασι κάbοσο ζαμαντά, πολύ ζαμάν' (Πέρασε κάμπος καιρός, πολύς χρόνος) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ
Συνών. επεγί