ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

καμπούρι (ουσ. ουδ.) γαμbούρι [ɣamˈburi] Φάρασ. Από το τουρκ. ουσ. kambur = καμπούρα.
Kαμπούρα : || Φρ. Το καμήλι τζ̑ο θωρεί του τσ̑είνου το καμbούρι, θωρεί του μαχτσ̑ουμού του (Η καμήλα δεν βλέπει την δικιά της καμπούρα, βλέπει του παιδιού της˙ βλέπουμε τα ελαττώματα των άλλων και όχι τα δικά μας) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ.