καμπούρι
(ουσ. ουδ.)
γαμbούρι
[ɣamˈburi]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. kambur = καμπούρα.
Kαμπούρα
:
|| Φρ.
Το καμήλι τζ̑ο θωρεί του τσ̑είνου το καμbούρι, θωρεί του μαχτσ̑ουμού του
(Η καμήλα δεν βλέπει την δικιά της καμπούρα, βλέπει του παιδιού της˙ βλέπουμε τα ελαττώματα των άλλων και όχι τα δικά μας)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.