καμπούρης
(επίθ.)
καμbούρης
[kamˈburis]
Γούρδ.
qαμbούρ'
[qamˈbur]
Μαλακ.
γαμbούρ'
[ɣamˈbur]
Μισθ., Φάρασ.
γκαμπι̂́ρ'
[gamˈbɯr]
Ουλαγ.
Θηλ.
γαμbουρούτσ̑α
[ɣambuˈrutʃa]
Φάρασ.
Ουδ.
γαμbούρι
[ɣamˈburι]
Φάρασ.
Νεότ. επίθ. καμπούρης, το οπ. από το τουρκ. επίθ. kambur, ως αντιδάν. από το αρχ. καμπύλος (βλ. Νιşanyan 2002- 2020: λ. kambur, Tietze 2016, λ. kambur).
1. Καμπούρης
ό.π.τ.
2. Κυρτός, γαμψός
Μισθ.
:
Μύτα τ’ τσ̑είδι γαμbούρ'
(Η μύτη του είναι γαμψή)
Μισθ.
-Κοτσαν.