ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

καμπούκι (ουσ.) καbούκ' [kaˈbuk] Σεμέντρ. κ͑αbούγου [kʰaˈbuɣu] Σίλατ. καbι̂́χ' [kaˈbɯx] Φλογ. γαbι̂́χ' [ɣaˈbɯx] Αραβαν. γαbί [ɣaˈbi] Γούρδ. γκαμπι̂́κ' [gaˈbɯk] Ουλαγ. γαbούχι [ɣaˈbuxi] Σίλ. γαμπούχο [ɣaˈbuxo] Σίλ. Από το τουρκ. ουσ. kabuk (< παλ. τουρκ. kabık ή kavık) = α) κέλυφος β) φλούδα γ) κρούστα, όπου και διαλεκτ. τύπ. kabuh, gabuk, gabık. Πβ. νεότ. καβούκι.
1. Δέρμα Γούρδ., Σίλατ. : Το βάρτλακα βγαίνισ̑κε ασ' το γαbί τ' (Ο βάτραχος συνήθιζε να βγαίνει από το δέρμα του) Γούρδ. -Dawk. Εσ̑ύ αν έκαψες το κ͑αbούγου μ', κι εγώ αλιμνιάς να μη φανεθώ σ' εσένα (Αν έκαψες το δέρμα μου, δεν θα ξαναπαρουσιαστώ μπροστά σου άλλη φορά) Σίλατ. -Dawk.
2. Τσόφλι Αραβαν., Ουλαγ., Σεμέντρ., Σίλ., Φλογ. : Οβγογιού καbούκ' (Τσόφλι αβγού) Σεμέντρ. -ΚΜΣ-ΚΠ280