καμπάρντημα
(ουσ. ουδ.)
γαbάρτημα
[ɣaˈbartima]
Φάρασ.
γαπάρμα
[ɣaˈparma]
Αφσάρ.
Aπό το ρ. καμπαρντίζω, όπου και τύπ. γαbαρντίζου, και το παραγωγ. επίθμ. -μα. Πβ. τουρκ. ουσ. kabarma = φούσκωμα.
Φούσκωμα, πρήξιμο
ό.π.τ.