ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

καμπάνα (ουσ.) καbάνα [kaˈbana] Αραβαν., Γούρδ., Σίλ. κάbανα [ˈkabana] Αξ., Αραβαν., Μισθ., Ουλαγ., Φάρασ. καπάνα [kaˈpana] Σινασσ. Από το μεσν. καμπάνα.
1. Καμπάνα ό.π.τ. : Ντίνω τ' καbάνα (Χτυπώ την καμπάνα) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Τ' καbάνα κούφωσεν τ' αφτιά μ' (Η καμπάνα κούφανε τα αφτιά μου) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Ν’ εκκλησιάς ντου κάbανα απ' Ρουσία ντου ήβ'ραμ (Της εκκλησιάς μας την καμπάνα από τη Ρωσία την φέραμε ) Μισθ. -Κοτσαν. Ολî́ καbανασί (Το πένθιμο χτύπημα της καμπάνας) Σίλ. -Κωστ.Σ.
2. Μικρό τσαμπί σταφυλιού Ουλαγ. Πβ. σαλγίμ