καμπάνα
(ουσ.)
καbάνα
[kaˈbana]
Αραβαν., Γούρδ., Σίλ.
κάbανα
[ˈkabana]
Αξ., Αραβαν., Μισθ., Ουλαγ., Φάρασ.
καπάνα
[kaˈpana]
Σινασσ.
Από το μεσν. καμπάνα.
1. Καμπάνα
ό.π.τ.
:
Ντίνω τ' καbάνα
(Χτυπώ την καμπάνα)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Τ' καbάνα κούφωσεν τ' αφτιά μ'
(Η καμπάνα κούφανε τα αφτιά μου)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Ν’ εκκλησιάς ντου κάbανα απ' Ρουσία ντου ήβ'ραμ
(Της εκκλησιάς μας την καμπάνα από τη Ρωσία την φέραμε )
Μισθ.
-Κοτσαν.
Ολî́ καbανασί
(Το πένθιμο χτύπημα της καμπάνας)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.