σαλγίμ
(ουσ.)
σαλγι̂́μ
[sal'ɣɯm]
Μαλακ.
Από το τουρκ. ουσ. salkım = τσαμπί.
Τσαμπί.
Τροποποιήθηκε: 28/04/2025