σάλι (I)
(ουσ. ουδ.)
σ̑άλι
[ˈʃali]
Φάρασ.
σ̑άλ'
[ʃal]
Αξ., Γούρδ., Καρατζάβ., Μαλακ., Ποτάμ., Τροχ., Φλογ.
Από το νεότ. ουσ. σάλι, το οπ. από το τουρκ. ουσ. şal (< περσ. şāl = κάλυμμα κεφαλής από κασμίρ) = εσάρπα. Πβ. και τουρκ. şali = ύφασμα αλπακάς.
1. Ένδυμα το οπ. ρίχνεται στην πλάτη και στους ώμους ή στο κεφάλι
ό.π.τ.
2. Ανδρικό κασκόλ
Αξ., Μαλακ.
3. Ύφασμα από το οπ. κατασκευάζονται ενδύματα
Τροχ., Φάρασ.
:
Τι σάλ' να ποίκεις;
(Τι είδους ύφασμα θα φτιάξεις;)
Τροχ.
-Νίγδελ.Τροχ.