ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σάλι (I) (ουσ. ουδ.) σ̑άλι [ˈʃali] Φάρασ. σ̑άλ' [ʃal] Αξ., Γούρδ., Καρατζάβ., Μαλακ., Ποτάμ., Τροχ., Φλογ. Από το νεότ. ουσ. σάλι, το οπ. από το τουρκ. ουσ. şal (< περσ. şāl = κάλυμμα κεφαλής από κασμίρ) = εσάρπα. Πβ. και τουρκ. şali = ύφασμα αλπακάς.
1. Ένδυμα το οπ. ρίχνεται στην πλάτη και στους ώμους ή στο κεφάλι ό.π.τ.
2. Ανδρικό κασκόλ Αξ., Μαλακ.
3. Ύφασμα από το οπ. κατασκευάζονται ενδύματα Τροχ., Φάρασ. : Τι σάλ' να ποίκεις; (Τι είδους ύφασμα θα φτιάξεις;) Τροχ. -Νίγδελ.Τροχ.