σαλντώ
(ρ.)
σαλντώ
[sal'do]
Αραβαν., Γούρδ., Μισθ., Σίλ., Σινασσ., Τελμ.
σαλντού
[sal'du]
Ουλαγ.
σαλτώ
[sal'to]
Μαλακ., Μισθ., Φλογ.
Παρατατ.
σάλντανα
[ˈsaldana]
Μισθ., Φκόσ.
Αόρ.
σάλντ'σα
[ˈsaldsa]
Μαλακ., Μισθ.
σάλσα
[ˈsalsa]
Γούρδ., Σεμέντρ., Τσαρικ.
σάλτσα
[ʹsaltsa]
Φλογ.
Προστ.
σάλντα
[ˈsalda]
Αξ., Αραβαν., Τροχ.
σάλτα
[ˈsalta]
Μαλακ.
Από το τουρκ. ρ. salmak = α) απελευθερώνω, αφήνω κάποιον να φύγει β) στέλνω γ) ρίχνω μέσα σε κάτι δ) εισάγω ε) αναβάλλω στ) ορμώ.
1. Στέλνω
ό.π.τ.
:
Σαλτώ χαbέρ
(Στέλνω ειδοποίηση)
Γούρδ.
-Καράμπ.
Έι, αδελφέ, εσένα σαλντούν σε σα τεχλικαλίδια σα τόπους, να σε ο̈λντϋρdίσουν
(έι αδελφέ, εσένα στέλνουν σε επικίνδυνα μέρη για να σε σκοτώσουν)
Τελμ.
-Dawk.
Τότε πατισάχος σάλσε ένα πολύ ασκέρ', να σκοτώσουν τα σαράdα κλέφτε
(Τότε ο βασιλιάς έστειλε ένα μεγάλο στρατιωτικό τμήμα να σκοτώσει τους σαράντα κλέφτες)
Γούρδ.
-Dawk.
Σάbαχτα να σαλντίσου δου παιϊ μ'
(Αύριο θα στείλω το παιδί μου)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Σάλνταναν μας παίνiξαμ', φύλακναμ' ντα, να μη δα κλέψ'νι
(Μας έστελναν, πηγαίναμε, τα φυλάγαμε να μην τα κλέψουνε)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Αν ντου σαλντίεις σε κανα υπηρεσία να γκιαλαέψ' ελληνικά, ντε ξέρ' ελληνικά, λέει δα μισιώτικα
(Αν τον στείλεις σε καμιά υπηρεσία να μιλήσει ελληνικά, δεν ξέρει ελληνικά, τα λέει μιστιώτικα)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Σου μεκτέπ ντε με σάλσαν
(Δεν με έστειλαν στο σχολείο)
Σεμέντρ.
-ΚΜΣ-ΚΠ280
Σάλντ'σε το δεύτερο το παιί τ' να φυλάξ' το μπαχτσά
(Έστειλε τον δεύτερο τον γιο του να φυλάξει τον κήπο)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΑΠΘ
Συνών.
βέμπω, γιολαντίζω, πιτάζω
2. Αφήνω, αμολώ
Μαλακ., Μισθ., Σινασσ., Φλογ.
:
Είχανε ένα πουλί. και το σάλνταναν, όστινος κιφάλ' qόνdανεν, εgείνο σάνισ̑καναν ντο βασ̑ιλιός
(Είχανε ένα πουλί, και το αμόλαγαν, σε οποιανού το κεφάλι καθόταν, εκείνον τον έκαναν βασιλιά)
Φλογ.
-Dawk.
Βασ̑ιλιός φον τ' άκουσεν χοσ̑λάνσεν· "άφεριμ, χάϊτε άμε σο όργο σ' 'πεν», και σάλσεν το
(Ο βασιλιάς όταν το άκουσε ευχαριστήθηκε· "μπράβο, άντε, πήγαινε στη δουλειά σου», είπε και τον άφησε να φύγει)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Σάλτα λίου ντου ράμμα
(Αμόλα λίγο το σκοινί)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Ογώ απ' τα χέρια μ' ντε ντου σαλντώ να πάει πουθενά
(Εγώ από τα χέρια μου δεν τον αφήνω να πάει πουθενά)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Σάλνταναμ' ντα βόια σου βόσκημα
(Αμολάγαμε τα βόδια να βοσκήσουν)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
|| Φρ.
Όλιος να σαλντήσ' κρόσ̑α
(Ο ήλιος θα αφήσει κρόσια˙ Ο ήλιος θα ρίξει ακτίνες)
Μισθ.
-ΚΜΣ-ΚΠ242
3. Ρίχνω μέσα σε κάτι
Σίλ., Σινασσ.
:
Σαλντώ του ψωμί σ’ τανούρι
(Βάζω το ψωμί στο φούρνο)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6
|| Φρ.
Όπου έν' σαλντάς το σαμσά σ'
(Όπου νά 'ναι βουτάς την κουτάλα σου˙ Για ανθρώπους περίεργους, που ανακατεύονται σε ξένες υποθέσεις)
Σινασσ.
-Τακαδόπ.
4. Κόβω ύφασμα για την κατασκευή ρούχου
Αξ., Μαλακ.
:
Εσύ σάλντα το κι εγώ ας το ράψω
(Εσύ κόψε το κι εγώ ας το ράψω)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
5. Μεσοπαθ., «τραβάω», πηγαίνω
:
|| Φρ.
Σάλντα 'ς νάκρα
(Τράβα στην άκρη˙ Φύγε από εδώ)
Αξ., Τροχ.
-ΙΛΝΕ 1555