ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σαμ (II) (ουσ.) σάμ [sam] Ανακ., Δίλ., Μαλακ., Τελμ., Φλογ. Από το τουρκ. ουσ. sam = α) ως επίθ., δηλητηριώδης β) ως ουσ., βλαβερός άνεμος, νότιος άνεμος, λίβας.
Nότιος άνεμος, λίβας ό.π.τ. : Φάισέν τα το σαμ τα εκίνια (Ο λίβας χτύπησε τα σπαρτά) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812 Τσ̑άλτσιν τα του σαμ (Τα χτύπησε ο λίβας, ενν. τα σπαρτά) Δίλ. -ΙΛΝΕ 887 Τον Γιούνιο έρχονταν σαμ (Τον Ιούνιο ερχόταν λίβας) Τελμ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Ήφτισκάμ’ το, σάμ’ να μη ’ένει (Την ανάβαμε, ενν. την φωτιά του κλήδονα, για να μην έρθει ο λίβας) Δίλ. -ΙΛΝΕ 887 Κάφτισ̑κεν το το σαμ (το έκαιγε (ενν. τον καρπό) ο λίβας) Ανακ. -Κωστ.Α.
Συνών. σάμγελης