σαμαντούρα
(ουσ. θηλ.)
σ̑αμανdούρα
[ʃamanˈdura]
Ανακ., Μαλακ.
σαμανdούρα
[samanˈdura]
Σινασσ.
Από το τουρκ. ουσ. şamandıra (< παλ. τουρκ. şamandura, ήδη από το 1700) = α) σημαδούρα β) το εξάρτημα που συγκρατεί το φυτίλι στην επιφάνεια του λαδιού του φαναριού, πιθ. αντιδάν. από την ελλ. λ. τσαμαδούρα, το οπ. από το αρχ. ουσ. σημαντήρ (Tietze 2019: şamandıra/şamandura).
Η μικρή κοιλότητα μέσα στο φανάρι για το κερί, ή ο φελλός για το φιτίλι στο καντήλι
ό.π.τ.