ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σαμάρι (ουσ.) σαμάριν [saˈmarin] Σίλ., Φάρασ. σαμάρι [saˈmari] Σίλ., Σινασσ., Τσουχούρ. σαμάρ' [saˈmar] Μισθ. σεμέρι [seˈmeri] Αξ., Αραβαν., Σίλ. σεμέρ' [seˈmer] Γούρδ. Από το μεσν. ουσ. σαμάριν < μεταγν. σαγμάριον, υποκορ. του μεταγν. σάγμα (αρχ. σημ. (υφασμάτινο) κάλυμμα). Ο τύπ. σεμέρι αντιδάν. από το τουρκ.ουσ. semer < σαμάρι.
Σαμάρι γαϊδουριού ή σέλλα αλόγου ό.π.τ. : Φόρου ντου σαμάρ' σου άλουγου (Φόρεσε το σαμάρι στο άλογο) Μισθ. -Κοτσαν. Χαϊβάνι μας έσ'καμ' σαμάριν ντου (Στο άλογό μας βάλαμε το σαμάρι του) Σίλ. -Κωστ.Σ. || Φρ. Χέκου ντου σαμάρ' (Βάζω το σαμάρι˙ Σαμαρώνω) Μισθ. -Κοτσαν. || Παροιμ. Μεγαλώνει το πουλάρι και κονταίνει το σαμάρι Σινασσ. -Αρχέλ. Το γαϊρίδι να 'φξήσει, το σαμάριν ντου κοντεύει (το γαϊδούρι αν μεγαλώσει, το σαμάρι του κονταίνει˙ για τους αδιόρθωτους χαρακτήρες) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Του τζ̑ο πορεί να βγκάλει τη χολή του σο γαϊρίδι, κρού' το σαμάρι (Αυτός που δεν μπορεί να βγάλει την χολή του στο γαϊδούρι, χτυπά το σαμάρι˙ Όταν τιμωρούμε άδικα αυτόν που μπορούμε να τιμωρήσουμε και όχι τον πραγματικά υπαίτιο) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Dεμ bορεί να φαΐσ' το γαϊdούρ', κρούγ̑' το σεμέρι τ' (Δεν μπορεί να δείρει το γαϊδούρι, χτυπά το σαμάρι˙ Όταν τιμωρούμε άδικα αυτόν που μπορούμε να τιμωρήσουμε και όχι τον πραγματικά υπαίτιο) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Ό,τσ̑ις ντεμ bορεί να κρούγ̑' το γαϊdούρ', κρούγ̑' το σεμέρι τ' (Όποιος δεν μπορεί να δείρει το γαϊδούρι, χτυπά το σαμάρι του˙ Όταν τιμωρούμε άδικα αυτόν που μπορούμε να τιμωρήσουμε και όχι τον πραγματικά υπαίτιο) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Συνών. εγέρι, παλάνι :1