σαμάρι
(ουσ.)
σαμάριν
[saˈmarin]
Σίλ., Φάρασ.
σαμάρι
[saˈmari]
Σίλ., Σινασσ., Τσουχούρ.
σαμάρ'
[saˈmar]
Μισθ.
σεμέρι
[seˈmeri]
Αξ., Αραβαν., Σίλ.
σεμέρ'
[seˈmer]
Γούρδ.
Από το μεσν. ουσ. σαμάριν < μεταγν. σαγμάριον, υποκορ. του μεταγν. σάγμα (αρχ. σημ. (υφασμάτινο) κάλυμμα). Ο τύπ. σεμέρι αντιδάν. από το τουρκ.ουσ. semer < σαμάρι.
Σαμάρι γαϊδουριού ή σέλλα αλόγου
ό.π.τ.
:
Φόρου ντου σαμάρ' σου άλουγου
(Φόρεσε το σαμάρι στο άλογο)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Χαϊβάνι μας έσ'καμ' σαμάριν ντου
(Στο άλογό μας βάλαμε το σαμάρι του)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
|| Φρ.
Χέκου ντου σαμάρ'
(Βάζω το σαμάρι˙ Σαμαρώνω)
Μισθ.
-Κοτσαν.
|| Παροιμ.
Μεγαλώνει το πουλάρι και κονταίνει το σαμάρι
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Το γαϊρίδι να 'φξήσει, το σαμάριν ντου κοντεύει
(το γαϊδούρι αν μεγαλώσει, το σαμάρι του κονταίνει˙ για τους αδιόρθωτους χαρακτήρες)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Του τζ̑ο πορεί να βγκάλει τη χολή του σο γαϊρίδι, κρού' το σαμάρι
(Αυτός που δεν μπορεί να βγάλει την χολή του στο γαϊδούρι, χτυπά το σαμάρι˙ Όταν τιμωρούμε άδικα αυτόν που μπορούμε να τιμωρήσουμε και όχι τον πραγματικά υπαίτιο)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Dεμ bορεί να φαΐσ' το γαϊdούρ', κρούγ̑' το σεμέρι τ'
(Δεν μπορεί να δείρει το γαϊδούρι, χτυπά το σαμάρι˙ Όταν τιμωρούμε άδικα αυτόν που μπορούμε να τιμωρήσουμε και όχι τον πραγματικά υπαίτιο)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Ό,τσ̑ις ντεμ bορεί να κρούγ̑' το γαϊdούρ', κρούγ̑' το σεμέρι τ'
(Όποιος δεν μπορεί να δείρει το γαϊδούρι, χτυπά το σαμάρι του˙ Όταν τιμωρούμε άδικα αυτόν που μπορούμε να τιμωρήσουμε και όχι τον πραγματικά υπαίτιο)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Συνών.
εγέρι, παλάνι :1