σαματάς
(ουσ. αρσ.)
σ̑αματ͑άς
[ʃaˈmaˈtʰas]
Μαλακ., Φάρασ.
σαματάς
[samaˈtas]
Μισθ., Σινασσ.
Από το νεότ. ουσ. σαματάς (Λεξ. Σομ.), το οπ. από το τουρκ. ουσ. şamata = φασαρία, βαβούρα.
Φασαρία
Τροποποιήθηκε: 30/06/2025