ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σαματάς (ουσ.) σαματάς [samaˈtas] Μισθ. σ̑αματ͑άς [ʃaˈmaˈtʰas] Φάρασ. σ̑αματά [ʃamaˈta] Μαλακ. Από το νεότ. ουσ. σαματάς (Λεξ. Σομ.), το οπ. από το τουρκ. ουσ. şamata = φασαρία, βαβούρα.
Φασαρία : || Φρ. Σ̑άνου σαματά (Κάνω σαματά˙ Θορυβώ) -Κοτσαν.