σαματάς
(ουσ.)
σαματάς
[samaˈtas]
Μισθ.
σ̑αματ͑άς
[ʃaˈmaˈtʰas]
Φάρασ.
σ̑αματά
[ʃamaˈta]
Μαλακ.
Από το νεότ. ουσ. σαματάς (Λεξ. Σομ.), το οπ. από το τουρκ. ουσ. şamata = φασαρία, βαβούρα.
Φασαρία
:
|| Φρ.
Σ̑άνου σαματά
(Κάνω σαματά˙ Θορυβώ)
-Κοτσαν.