ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σαματάς (ουσ. αρσ.) σ̑αματ͑άς [ʃaˈmaˈtʰas] Μαλακ., Φάρασ. σαματάς [samaˈtas] Μισθ., Σινασσ. Από το νεότ. ουσ. σαματάς (Λεξ. Σομ.), το οπ. από το τουρκ. ουσ. şamata = φασαρία, βαβούρα.
Φασαρία
Τροποποιήθηκε: 30/06/2025